Τρίτη 21 Ιουνίου 2011

Ναός Κοιμήσεως της Θεοτόκου Πατσώς Δ. Συβρίτου, Νομού Ρεθύμνου. Αρχαιολογική τεκμηρίωση


Στην είσοδο του οικισμού της Πατσού βρίσκεται ο εντυπωσιακός ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Ο ναός, αν και βρίσκεται σε ερειπιώδη κατάσταση, αποτελεί ένα από τα πλέον σημαντικά μνημεία του νομού Ρεθύμνου, όχι μόνο για την αρχιτεκτονική μορφή και την ποιότητα του τοιχογραφικού του διακόσμου, αλλά και λόγω του ρόλου του στην ιστορία της ευρύτερης περιοχής του Αμαρίου κατά την εποχή της Βενετοκρατίας. Ο ναός της Κοίμησης έχει χαρακτηριστεί ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο με την με αρ. ΥΠΠΟ/ΓΔΑΠΚ/ΑΡΧ/Β1/Φ47/80890/4272/11-4-2008 απόφαση του ΥΠ.ΠΟ..


Ιστορικό πλαίσιο

            Ο οικισμός της Πατσού βρίσκεται 30 περίπου χλμ ΝΑ της πόλης του Ρεθύμνου, σε ένα ύψωμα πίσω από την κοιλάδα των Ποταμών Αμαρίου. Στην περιοχή γύρω από τον οικισμό έχουν εντοπιστεί ίχνη κατοίκησης ήδη από τη μινωική περίοδο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το σπήλαιο του Ερμή Κραναίου, πολύ κοντά στην Πατσώ, όπου εντοπίστηκαν σημαντικά ευρήματα από την ΥΜ ΙΙΙ έως και τη ρωμαϊκή περίοδο, γεγονός που δείχνει τη σπουδαιότητα και τη συνεχή κατοίκηση του χώρου.
            Ο ίδιος ο οικισμός φαίνεται να ακμάζει κυρίως κατά τη βυζαντινή εποχή. Το όνομά του συνδέεται με την μεγάλη βυζαντινή οικογένεια των Πατσών. Πρόκειται για παρακλάδι της ισχυρής οικογένειας των Σκορδύληδων, η οποία κυριαρχούσε στις επαρχίες Σφακίων, Αποκορώνου και Σελίνου. Η Πατσώς ήδη από τη δεύτερη βυζαντινή περίοδο φαίνεται ότι περιλαμβανόταν στα όρια της ιδιοκτησίας των Καλλέργηδων, στα πλαίσια της παραχώρησης εκτάσεων από το βυζαντινό αυτοκράτορα. Κατά τη βενετοκρατία, μέσα από πολλές επαναστάσεις, οι Καλλέργηδες κατάφεραν να εδραιώσουν τη θέση τους και να παίξουν σημαντικό ρόλο στην ιστορία της περιοχής. Ιδιαίτερα σημαντική ήταν η Συνθήκη του 1299, που υποχρεώθηκαν να υπογράψουν οι Βενετοί με τον Αλέξιο Καλλέργη. Αποτέλεσμα αυτής της συνθήκης ήταν η κατοχύρωση της μεγάλης του ιδιοκτησίας στην περιοχή του Ψηλορείτη και σε άλλα σημεία της Κρήτης, καθώς και μια σχετική αυτονομία των περιοχών αυτών. Το κυριότερο όμως από τα προνόμια ήταν η παραχώρηση στον Αλέξιο της Επισκοπής Αρίου και η ενοικίαση των Επισκοπών Μυλοποτάμου και Καλαμώνος, σε μια περίοδο που η Βενετία δεν επέτρεπε την ύπαρξη ορθόδοξων επισκοπών στο νησί. Ο ναός της Κοίμησης στην Πατσώ είναι ένα από τα μνημεία που συνδέεται άμεσα με τη δράση του Αλέξιου Καλλέργη μετά το 1299. Η αναφορά στα κατάστιχα του νοτάριου Giovanni Geraldo το 1357 για την παρουσία στην Πατσώ ορθόδοξου Επισκόπου, ενισχύει την άποψη ότι πιθανόν ο ναός της Παναγίας να ήταν επισκοπικός, γεγονός που μπορεί να επιβεβαιωθεί και από το μέγεθος και την υψηλή ποιότητα του διακόσμου του.

Περιγραφή μνημείου
            Ο ναός της Κοίμησης σώζεται σήμερα ερειπωμένος. Οι τοιχοποιίες του διατηρούνται ωστόσο σε μεγάλο ύψος. Οι διαστάσεις του είναι 10,10Χ10,65 μ.. Ανήκει στον τύπο του απλού τετράστυλου σταυροειδούς εγγεγραμμένου με τρούλο. Ο τρούλος στηριζόταν σε τέσσερις τετράγωνους πεσσούς από λαξευτό πωρόλιθο, με στρογγυλεμένες τις γωνίες.
            Ανατολικά απολήγει σε τρεις αψίδες. Η μεσαία, η οποία είναι ισχυρώς προβάλλουσα, είναι ορθογώνια και φέρει ένα επίσης ορθογώνιο παράθυρο. Χαμηλά σώζονται δύο βαθμίδες από το σύνθρονο και ο επισκοπικός θρόνος. Σώζεται επίσης και η Αγία Τράπεζα, η οποία είναι ορθογώνια, με τέσσερις χαμηλούς πώρινους κιονίσκους. Το γέμισμα μεταξύ των κιονίσκων, καθώς και η πλάκα από πάνω είναι μεταγενέστερες προσθήκες. Η μεσαία αυτή αψίδα καλυπτόταν από ένα ιδιόρρυθμο σταυροθόλιο με νευρώσεις από λαξευτό πωρόλιθο, που ενσωματώνονται στην τοιχοποιία.
            Οι δύο πλάγιες αψίδες είναι ημικυκλικές. Και σε αυτές σώζονται οι Τράπεζες, οι οποίες είναι απλούστερης μορφής από εκείνη του Βήματος. Είναι από αργούς λίθους και το πόδι τους φέρει τοιχογράφηση.
            Ο νότιος τοίχος του ναού σώζεται σχεδόν σε όλο του το ύψος. Αντίθετα μεγάλο τμήμα του βόρειου, κυρίως η κεραία, έχει καταπέσει. Στο πάχος της τοιχοποιίας του βόρειου και νότιου τοίχου, κοντά στις αψίδες, ανοίγονται δύο κόγχες οι οποίες φέρουν διάκοσμο.
            Δυτικά υπάρχει τριμερής νάρθηκας, ο οποίος φαίνεται να είναι σύγχρονος του ναού. Η είσοδος στο νάρθηκα ανοιγόταν στα δυτικά ενώ με το ναό επικοινωνούσε μέσω τριών θυρών. Στις θύρες αυτές οι οποίες αρχικά ήταν απλής μορφής, προστέθηκαν αργότερα βεργία, που διαμόρφωναν τα τυπικά γοτθικά οξυκόρυφα ανοίγματα. Στο βόρειο και νότιο τοίχο του νάρθηκα σώζονται δύο επιμελημένοι τάφοι, οι οποίοι αρχικά φαίνεται ότι είχαν την μορφή αρκοσολίου. Στο δάπεδο αποκαλύφθηκαν και άλλοι απλοί λακκοειδείς τάφοι.
            Τα πλάγια διαμερίσματα του ναού καλύπτονταν από φουρνικά. Τμήμα του ΝΔ φουρνικού σώζεται επιτόπου, ενώ ένα μεγάλο τμήμα του ΝΑ έχει πέσει στο έδαφος. Ο νάρθηκας στεγαζόταν με ημικυλινδρική καμάρα, τουλάχιστον στα ακραία διαμερίσματά του, όπως φαίνεται από τα σωζόμενα ίχνη στο νότιο τοίχο. Το δάπεδο του κυρίως ναού αποτελείται από λαξευμένες πλάκες διαγώνια τοποθετημένες και πλαισιωμένες από πώρινες ταινίες.

Τοιχογραφικός διάκοσμος
            Ο ναός ήταν κατάγραφος, όπως συνηθιζόταν την εποχή εκείνη. Το 1973 για λόγους προστασίας, ένα μεγάλο μέρος των τοιχογραφιών αποτοιχίσθηκε και μέχρι πρόσφατα εκτίθετο στο ναό της Αγίας Αικατερίνης των Σιναϊτών στο Ηράκλειο. Η 28η Ε.Β.Α. ζήτησε και πήρε πίσω τις τοιχογραφίες αυτές, οι οποίες πρόκειται να εκτεθούν στην υπό ίδρυση Βυζαντινή Συλλογή Ρεθύμνου. Οι υπόλοιπες τοιχογραφίες σώζονται επί τόπου στο μνημείο και συντηρούνται από την Υπηρεσία μας, ανά τακτά χρονικά διαστήματα.
            Ο τοιχογραφικός διάκοσμος του ναού έχει χρονολογηθεί στις αρχές του 14ου αιώνα. Στα χαμηλά τμήματα εικονίζονται όρθιοι μετωπικοί άγιοι, κυρίως ιεράρχες και στρατιωτικοί. Στα ανώτερα μέρη υπάρχουν σκηνές από τον ευαγγελικό και λειτουργικό κύκλο καθώς και από το βίο του Αγίου Νικολάου. Στο ιερό βήμα υπήρχαν οι συλλειτουργούντες ιεράρχες, η Κοινωνία των Αποστόλων και στην καμάρα η Ανάληψη.
Ο διάκοσμος του ναού ξεχωρίζει για την υψηλή του ποιότητα, γεγονός που τον διαφοροποιεί από άλλα μνημεία της Κρήτης. Τόσο οι παραστάσεις, όσο και οι μεμονωμένες μορφές εικονίζονται σε μνημειακές διαστάσεις και το ιδιαίτερο στοιχείο που τις χαρακτηρίζει είναι οι βαρείς όγκοι, η πλούσια πτυχολογία των ενδυμάτων με έντονο φωτισμό των σημείων που εξέχουν, η χρήση συμπληρωματικών χρωμάτων στην απόδοση προσώπων, καθώς και μια έντονη κινητικότητα που φτάνει στα όρια της υπερβολής. Οι τοιχογραφίες του ναού της Παναγίας ξεφεύγουν εντελώς από το επίπεδο της επαρχιακής τέχνης της Κρήτης της εποχή αυτή και εκφράζουν τις σύγχρονες ανανεωτικές τάσεις της παλαιολόγειας τέχνης, κυρίως της Μακεδονικής Σχολής. Εργάστηκαν μάλλον δύο καλλιτέχνες, ο ένας ιδιαίτερα ικανός και ο άλλος εκφράζει λαϊκότερες, μάλλον τοπικού χαρακτήρα τάσεις.
Ανάλογες παρατηρήσεις ως προς το διάκοσμο μπορούμε να κάνουμε για μια ομάδα ναών που συνδέονται με την οικογένεια των Καλλεργών, όπως τον Άγιο Ιωάννη στην Επισκοπή Μυλοποτάμου, την Παναγία στο Μέρωνα Αμαρίου, την Παναγία στο Καστρί Μυλοποτάμου, το Καθολικό της Μονής Βαλσαμονέρου στο νότιο Ηράκλειο. Οι ναοί αυτοί αποτελούν μια ενδιαφέρουσα ομάδα, στην οποία συνυπάρχουν βυζαντινά και δυτικά στοιχεία, γεγονός που συνδέεται με την πρόθεση των κτητόρων να δείξουν την ισχύ τους στο γεωγραφικό χώρο που ήλεγχαν. 

Πρώτη οικοδομική φάση
            Ο ναός έχει δύο κύριες οικοδομικές φάσεις. Από τον πρώτο ναό διακρίνονται ίχνη στο νότιο τοίχο και σε τμήματα του νάρθηκα. Συγκεκριμένα: το μεσαίο τυφλό αψίδωμα που σχημάτιζε τη νότια κεραία του σταυρού και ένα μέρος της τοιχοποιίας του νάρθηκα είναι κτισμένα με επιμελημένη τοιχοποιία από λίθους και πλίνθους, αντίθετα με τον υπόλοιπο ναό, που είναι χτισμένος κυρίως από αδιαμόρφωτους λίθους με χρήση άφθονου κονιάματος. Το τυφλό αψίδωμα του νότιου τοίχου είναι διπλό βαθμιδωτό, με τόξο που πατάει πάνω σε λαξευτό επίκρανο. Το τόξο αυτό είναι δομημένο από λαξευτούς λίθους σε εναλλαγή με πλίνθους. Στο τύμπανο του τόξου ανοίγεται μονόλοβο τοξωτό παράθυρο και από κάτω θύρα, η οποία κλείστηκε μεταγενέστερα και καλύφθηκε από την τοιχογράφηση.
Ο τρόπος αυτός δόμησης απαντά σε μια σειρά σταυροειδών με τρούλο ναών της Κρήτης, οι οποίοι χρονολογούνται κατά τη δεύτερη βυζαντινή περίοδο και επηρεάζονται από την αρχιτεκτονική παράδοση της Κωνσταντινούπολης. Χαρακτηριστικά αναφέρονται οι ναοί του Αϊ Κυρ Γιάννη στον Αλικιανό Χανίων, του Αγίου Δημητρίου στον ομώνυμο οικισμό Ρεθύμνου, της Παναγίας στο Φόδελε Ηρακλείου, της Παναγίας στη Λαμπινή Ρεθύμνου. Επομένως αυτή η οικοδομική φάση του ναού, η οποία μάλλον είναι και η αρχική, μπορεί να χρονολογηθεί στον 11ο ή 12ο αιώνα.
Δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι για τον αρχιτεκτονικό τύπο του αρχικού ναού, όμως πιθανότατα, όπως και οι ναοί που προαναφέρθηκαν, ανήκε στον τύπο του σταυροειδούς με τρούλο.

Δεύτερη οικοδομική φάση
            Στις αρχές του 14ου αιώνα ο ναός υπέστη εκτεταμένη ανακατασκευή. Πιθανόν στο ναό να προκλήθηκαν ζημιές από το σεισμό του 1304, οπότε όπως πληροφορούμαστε από το Κατάστιχο των Εκκλησιών του Κοινού έγιναν μεγάλες καταστροφές και ανακατασκευές σε ναούς της κεντρικής Κρήτης.
            Όπως διαπιστώνεται ο ναός κτίστηκε ξανά, περίπου στις ίδιες διαστάσεις με τον παλιό, αφού σώζονταν αρκετά τμήματα των τοίχων. Είναι ασαφές αν τα γωνιακά διαμερίσματα στεγάζονταν αρχικά με φουρνικά, όμως είναι πιθανό να επαναλήφθηκε αυτή η λύση κατά την ανακατασκευή, αφού στον 14ο αιώνα δεν χρησιμοποιούνται πια φουρνικά. Η τοιχοποιία του νέου ναού είναι αμελέστερη, από αργούς λίθους και άφθονο κονίαμα. Η διαφορά είναι ορατή στο νότιο τοίχο, του οποίου το δυτικό αψίδωμα είναι κτισμένο με την τοιχοποιία αυτή, σε αντίθεση με το κεντρικό αψίδωμα, που προαναφέρθηκε. Επιπλέον το τόξο του δυτικού αψιδώματος είναι κατασκευασμένο από λαξευτούς λίθους και όχι από εναλλαγή πλίνθων και λίθων. Μεταξύ των δύο αψιδωμάτων υπάρχει μια μεγάλη ρωγμή, η οποία μπορεί να δείχνει την καταστροφή του τμήματος αυτού και την ανακατασκευή του αργότερα.
            Κατά την ανακατασκευή του ναού χρησιμοποιήθηκαν αρκετές αρχιτεκτονικές καινοτομίες, βενετικής προέλευσης. Για παράδειγμα το ορθογώνιο Ιερό Βήμα, τα λαξευτά βεργία, οι πεσσοί από λαξευμένους πωρόλιθους και στρογγυλεμένες γωνίες, στο σταυροθόλιο με νευρώσεις του Βήματος  είναι μορφές άγνωστες στη βυζαντινή ναοδομία, πολύ συνηθισμένες ωστόσο στη Δύση την εποχή αυτή.

Μεταγενέστερες επεμβάσεις – κατάσταση διατήρησης
            Εξαιτίας της θέσης του ναού σε έδαφος με έντονη κλίση υπήρξαν προβλήματα θεμελίωσης από τη βόρεια πλευρά. Η κατάρρευση του ναού φαίνεται ότι πραγματοποιήθηκε εξαιτίας αυτού του γεγονότος, καθώς και λόγω του σεισμού που παρέσυρε την ανωδομή του μνημείου, επηρεάζοντας λιγότερο τον καλύτερα θεμελιωμένο νότιο τοίχο. Οι επιχώσεις που συγκεντρώθηκαν λόγω της εγκατάλειψης του μνημείου είχαν ως αποτέλεσμα ο νότιος και ο ανατολικός τοίχος εξωτερικά να είναι καλυμμένοι σε μεγάλο ύψος και να υπάρχει μεγάλη διαφορά επιπέδου με το εσωτερικό του ναού.
            Στα πλαίσια του προγράμματος Terra Dias το 2001 έγιναν στο ναό εργασίες αποκατάστασης και συγκεκριμένα:
·        Καθαρισμός του εσωτερικού και του εξωτερικού του ναού από τη βλάστηση.
·        Αποκαλύφθηκε ο εγκάρσιος νάρθηκας από τις επιχώσεις και άρχισε η ανασκαφή ορισμένων από τους τάφους, που βρέθηκα στο δάπεδό του. Παράλληλα αποκαλύφθηκαν τα όρια του ναού.
·        Μετά τους εκτεταμένους καθαρισμούς αποκαλύφθηκαν επίσης τα κατώφλια των τριών εισόδων από το νάρθηκα στον κυρίως ναό.
·        Κατά τη διάρκεια των εργασιών απομάκρυνσης των μπάζων, τη συλλογή και διαλογή του οικοδομικού υλικού που ήταν καταχωμένο, βρέθηκαν πολλά ενδιαφέροντα αρχιτεκτονικά μέλη που αποτελούν πολύ σημαντικές μαρτυρίες για την αρχική μορφή των ανοιγμάτων του ναού.
·        Αποκαλύφθηκαν στην εξωτερική πλευρά του βόρειου τοίχου τα τυφλά αψιδωμάτων που τεκμηριώνουν την ίδρυση του ναού στη Β΄ Βυζαντινή περίοδο.
·        Πραγματοποιήθηκαν εκτεταμένες τοπικές στερεώσεις της τοιχοποιίας σε σημεία, όπου υπήρχε έντονο πρόβλημα ετοιμορροπίας.
·        Πραγματοποιήθηκαν εκτεταμένες στερεωτικές εργασίες για τη συγκράτηση του τοιχογραφημένου κονιάματος με στεφανώματα των επιφανειών και με ενέματα κόλας.


Βιβλιογραφία:
·        Ανδριανάκης Μ., «Ο ναός της Παναγίας στην Πατσώ Αμαρίου Αμαρίου», στο Κρήτη, Περιήγηση στη φύση και τον πολιτισμό, Πρόγραμμα Terra Dias, Ηράκλειο, 223-228..
·        Θεοχαροπούλου Ειρήνη, Συμβολή στη μελέτη των σταυροειδών εγγεγραμμένων ναών της Κρήτης από τον 10ο μέχρι τον 13ο αιώνα, (αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή), Αθήνα 2000, 103-107 στο δακτυλογραφημένο κείμενο.
·        Μπορμπουδάκης Εμ., «Η Βυζαντινή Τέχνη ως την Πρώιμη Βενετοκρατία», Κρήτη, Ιστορία και Πολιτισμός, (επιμ. Ν. Παναγιωτάκης), τομ. Β’, Ηράκλειο 1988, 88-89.
·        Μπορμπουδάκης Εμ., «Βυζαντινά και Μεσαιωνικά Μνημεία της Κρήτης», Κρητικά Χρονικά ΚΕ΄ (1973), 504-505 (για την αποτοίχιση των τοιχογραφιών).
·        Gerola G., Monumenti Veneti nell’ isola de Creta, vol II, Venezia 1908, (ελλ. μτφ. Στ. Σπανάκης, Ηράκλειο 1993), 226.
·        Gerola G.-Λασσιθιωτάκης Κ. Τοπογραφικός κατάλογος των τοιχογραφημένων εκκλησιών της Κρήτης, Ηράκλειο 1961, no. 347.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου